Μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διάλεξη, με θέμα: «Συλλογές σπάνιου και πολύτιμου υλικού (αρχεία, χειρόγραφα, παλαίτυπα): προκλήσεις και προοπτικές», με εισηγητή τον υπεύθυνο της Βιβλιοθήκης της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου κ. Γιάννη Μελιανό, πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Τρίτης 31 Οκτωβρίου 2023, στον κατάμεστο από κόσμο χώρο του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μ.Ι.Ε.Τ., στο κέντρο της Αθήνας.
Ρεπορτάζ-Φωτογραφίες: Παναγιώτα Σούγια από το Πυρρά News
Της σημαντικής αυτής διάλεξης, στην οποία ήταν παρόντες, μεταξύ άλλων, ο διακεκριμένος Φιλόλογος και κορυφαίος Παλαιογράφος, τ. Προϊστάμενος του Ιστορικού & Παλαιογραφικού Αρχείου του Μ.Ι.Ε.Τ. κ. Αγαμέμνων Τσελίκας, καθώς και ο νέος Διευθυντής του Μ.Ι.Ε.Τ. Καθηγητής κ. Κώστας Κωστής, προηγήθηκε η παρουσίαση-εισαγωγή στο θέμα από τον υπεύθυνο Ι.Π.Α./Μ.Ι.Ε.Τ. κ. Σταύρο Γριμάνη, ο οποίος είπε μεταξύ άλλων πως: «Αφορμή της σημερινής εκδήλωσης στάθηκε η ολοκλήρωση του προγράμματος ψηφιοποίησης, το οποίο κάναμε. Ξεκινήσαμε από το προηγούμενο καλοκαίρι και ολοκληρώσαμε αυτό το καλοκαίρι. Ψηφιοποιήσαμε ένα μεγάλο μέρος του υλικού των τεκμηρίων μας (χειρόγραφα, παλαίτυπα, μικροφίλμς) και προγραμματίζουμε και τα επόμενα. Ωστόσο, σε κάθε εργασία, και κυρίως μετά από την εργασία αυτή, προκύπτουν πάντα ερωτήματα, που έχουν να κάνουν με τον τρόπο εργασίας, με την ηθική, που γεννάται ως ερώτημα γύρω από τον τρόπο εργασίας με τέτοια τεκμήρια, τη σχέση των ερευνητών με τα τεκμήρια, τη σχέση των ερευνητών με τα ευρήματα, των συνεργατών που εργάζονται πάνω σε αυτά, πίσω από αυτά και μετά στη διαχείρισή τους με τους ερευνητές και για τους ερευνητές, γιατί ο σκοπός πάντοτε είναι η ερευνητική κοινότητα. Και η έννοια αυτή της κοινότητας είναι που μας θέτει τα ζητήματα, τα οποία θέλουμε με μια σειρά διαλέξεων, την οποία ανοίγουμε σήμερα, να εξετάσουμε.
Πρώτος, κλήθηκε και ανταποκρίθηκε, και τον ευχαριστώ θερμά, στην πρόσκλησή μας ο υπεύθυνος της Βιβλιοθήκης της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου Πάτμου, ο Γιάννης Μεριανός. Εργάζεται πολλά χρόνια εκεί ως Γραμματέας. Ξέρει πάρα πολύ καλά τη Βιβλιοθήκη, έχει άμεση σχέση με τους ερευνητές και με το υλικό, ήταν υπεύθυνος κατ’ αρχήν των Καταλόγων με τα παλαίτυπα. Σε κάποια από αυτά τα ερωτήματα θα έρθει να μας απαντήσει. Πιθανόν, να γεννήσει καινούργια. Το σημαντικό είναι, και αυτό που θέλουμε, τελικά, να κάνουμε, είναι να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για έναν διάλογο και ει δυνατόν αυτό να πάρει και τη μορφή ακόμη πιο στέρεη σε μια συνεργασία μεταξύ ιδρυμάτων, τα οποία κατέχουν τέτοιου είδους υλικό, προχωράνε στις ψηφιοποιήσεις, και έχουν σχέση με τους ερευνητές τέτοια, ώστε να θέλουν να λύσουν προβλήματα, να αντιμετωπίσουν ερωτήματα, τα οποία δημιουργούνται.».
Αμέσως μετά, τον λόγο έλαβε ο υπεύθυνος της Βιβλιοθήκης της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου κ. Γιάννης Μελιανός, ο οποίος είπε μεταξύ άλλων πως: «Η Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου της Πάτμου (ιδρυθείσα το 1088), σημαντικό πνευματικό κέντρο στο Νοτιοανατολικό άκρο του Αιγαίου, με συνεχή και αδιάπτωτο βίο εννέα αιώνων, διαφυλάσσει μια σπουδαιότατη συλλογή βιβλιακού και αρχειακού υλικού, η οποία διατηρήθηκε ακέραια και προσφέρεται για μελέτη και έρευνα στην ελληνική και διεθνή επιστημονική κοινότητα.
Με περισσότερους από 1.100 χειρόγραφους κώδικες (ο παλαιότερος ανάγεται στον 6ο μ.Χ. αι.), 5.000 τόμους έντυπων βιβλίων (1494-1900) και περισσότερα από 13.000 έγγραφα (11ος-19ος αι.), η Βιβλιοθήκη της κατατάσσεται ανάμεσα στις σημαντικότερες Βιβλιοθήκες της Ανατολικής Μεσογείου.
Ο αρχικός πυρήνας της Βιβλιοθήκης συγκροτήθηκε από χειρόγραφα, τα οποία είχε φροντίσει να περισυλλέξει ο ιδρυτής της Μονής, Όσιος Χριστόδουλος ο Λατρηνός. Την προσωπική αυτή συλλογή του αποτελούσαν πολυτιμότατα παλαιά χειρόγραφα, προερχόμενα, κυρίως, από τη μοναστική περιοχή του Λάτρους της Μικράς Ασίας, αλλά και από φημισμένα καλλιγραφικά εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης.
Έκτοτε, ο εμπλουτισμός της με νέα χειρόγραφα -κατά την υποθήκη του ίδιου του Οσίου- ήταν εκ των κυριότερων μελημάτων των μοναχώ, έτσι ώστε με το διάβα των αιώνων ο αριθμός των χειρογράφων να ανέλθει σε εκατοντάδες, με συνηθέστερους τρόπους απόκτησης τις δωρεές και τις ενσωματώσεις ατομικών βιβλιοθηκών των ίδιων των μοναχών, αλλά και παραγωγικότητας του αντιγραφικού εργαστηρίου της Μονής.
Από την εδραίωση της Μονής (12ος αι.) ως τα τέλη του 14ου αι. ο αριθμός των χειρογράφων αυξάνεται, ενώ στα μέσα του αιώνα αυτού η Βιβλιοθήκη εμπλουτίζεται με ιστορικά, φιλολογικά και φιλοσοφικά έργα, που δεικνύουν αξιοσημείωτη ευρύτητα πνεύματος. Μέσα στις δύσκολες συνθήκες του 15ου αι. διακρίνεται μια ποιοτική υποβάθμιση της λειτουργίας της, χωρίς, ωστόσο, να μειώνεται ο αριθμός των περιεχομένων της, αφού αποκτώνται χειρόγραφα από μικρασιατικά, κυρίως, μοναστήρια, που ερημώνει η τουρκική κατάκτηση. Η πρόσκτηση χειρογράφων συνεχίζεται με σταθερό ρυθμό μέχρι τον 18ο αι., εποχή αλματώδους αύξησης των εντύπων βιβλίων.
Ο αιώνας αυτός σηματοδοτείται από την ίδρυση της Πατμιάδας Σχολής (1713), από τον Πάτμιο διάκονο Μακάριο Καλογερά, στον περίβολο του σπηλαίου της Αποκάλυψης. Τότε, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις νέων εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων και σημειώνεται η πρώτη μαζική παρουσία εντύπων. Ο 19ος αιώνας ήταν καθοριστικός για τη μοναστηριακή Βιβλιοθήκη, αφού κατά τη διάρκειά του δεν επήλθε μόνο η αύξηση του βιβλιακού υλικού, αλλά και στα μέσα του αιώνα τέθηκαν οι βάσεις για τη μεθοδική οργάνωση και λειτουργία της Βιβλιοθήκης. Τα χειρόγραφα ταξινομήθηκαν χωριστά από τα έντυπα, και το 1872 καταλογογραφήθηκαν με επιστημονικό σύστημα. Δίχως άλλο, οι μοναστές του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου είχαν συνειδητοποιήσει ότι τα ουσιαστικότερα μέτρα προστασίας και ασφάλειας περνούσαν μέσα από τη δημιουργία μιας καλά θεμελιωμένης βιβλιοθηκονομικής υποδομής.».
Συνεχίζοντας, ο κ. Μελιανός ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως: «Χάρη στις άοκνες φροντίδες τους για την οργάνωση, ανανέωση και λειτουργία της, και τις επιστημονικές δημοσιεύσεις που κορυφώθηκαν με την έκδοση του καταλόγου των χειρογράφων από τον Ιω. Σακκελίωνα, με τίτλο: «Πατμιακή Βιβλιοθήκη» (Αθήνα 1890), η Βιβλιοθήκη είχε αρχίσει να αναδεικνύεται σε διεθνές κέντρο παλαιογραφικών ερευνών. Ευρωπαίοι ελληνιστές, βυζαντινολόγοι και ιστορικοί, έσπευδαν να την επισκεφθούν για να μελετήσουν τα περιεχόμενά της, προβάλλοντας και αυτοί μέσα από τα αποτελέσματα των ερευνών τους στη διεθνή επιστημονική κοινότητα τη σημασία της Βιβλιοθήκης της Μονής της Πάτμου ως παρακαταθήκης φιλολογικών και ιστορικών πηγών ανεκτίμητης αξίας. Έτσι, ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η Βιβλιοθήκη διαφαίνεται ότι δεν ήταν ένας απλός θεματοφύλακας κειμηλίων, αλλά λειτούργησε και ως εστία πνευματικής κατάρτισης και ως πόλος επιστημονικής μελέτης και έρευνας.».
Ακόμη, ο κ. Μελιανός επισήμανε, μεταξύ άλλων πως: «»Θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες», αναφέρει ο Ch. Diehl, «στους μοναχούς του, που κατάφεραν να συνδυάσουν τα θρησκευτικά καθήκοντά τους με τις ευγενείς αυτές ενασχολήσεις. Αυτές τους διασφαλίζουν μια μεγάλη θέση στην Ιστορία των Γραμμάτων και τους καθιστούν άξιους έως σήμερα της ευγνωμοσύνης και του σεβασμού μας.» (Ch. Diehl, Το Σκευοφυλάκιον και η Βιβλιοθήκη της Πάτμου κατά τας αρχάς του ιγ΄ αιώνος, Κατά μετάφρασιν Σταύρου Ι. Τηλιακού, Αθήναι 1910, σ. 39).
Η ιστορική πορεία της Βιβλιοθήκης κατά τον 20ο αιώνα είναι λίγο πολύ γνωστή. Μετά τα δύσκολα χρόνια της ιταλικής κατοχής και την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, έφτασαν το 1961 τα πρώτα κλιμάκια του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Ιδρύματος Εθνικών Ερευνών. Οι απεσταλμένοι του Ιδρύματος, κορυφαίοι Έλληνες πανεπιστημιακοί καθηγητές, συνεπικουρούμενοι από ξένα ιδρύματα και οργανισμούς, και σε συνεργασία με τους αδελφούς της Μονής, συνέβαλαν, για περισς΄τοερα από τριάντα χρόνια, με υποδειγματικό τρόπο στην οργάνωση των περιεχομένων της Βιβλιοθήκης και εξέδωσαν πλήθος μελετών και καταλόγων.
Τη δεκαετία του 1960, η Βιβλιοθήκη μεταστεγάστηκε σε νέο χώρο, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη δημιουργία ασφαλών συνθηκών διατήρησης (κλιματισμός, αφύγρανση). Τον σχεδιασμό και τη μελέτη της διαμόρφωσης του χώρου ανέλαβε το 1977 ο Κωνσταντίνος Σπ. Στάικος. Το έργο διήρκεσε συνολικά δέκα χρόνια και ολοκληρώθηκε το 1988 με την οικονομική σύμπραξη διαφόρων φορέων, ιδρυμάτων και ιδιωτών.», και ολοκλήρωσε τη διάλεξή του λέγοντας πως: «Η πρόσβαση στο βιβλιακό και αρχειακό υλικό γίνεται κατόπιν ειδικής άδειας από τη Μονή, και σύμφωνα με τους κανόνες δεοντολογίας, που διέπουν τη διαχείριση των πολύτιμων κλειστών συλλογών και χειρόγραφου υλικού.».
Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με συζήτηση με τους ακροατές, οι οποίοι έθεσαν ερωτήματα, στα οποία απάντησε ο κ. Γιάννης Μελιανός.
Ο κ. Γιάννης Μελιανός είναι Γραμματέας της Βιβλιοθήκης της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου από το 2005 έως σήμερα, υπεύθυνος του φωτογραφικού εργαστηρίου της Βιβλιοθήκης και του εργαστηρίου συντήρησης χειρογράφων και χαρτώου υλικού. Έχει συντάξει τον Δ΄ τόμο του Καταλόγου των εντύπων της Βιβλιοθήκης της Μονής, που εκδόθηκε από το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (Κ.Ν.Ε./Ε.Ι.Ε., 2012).
Ακολουθεί φωτογραφικό υλικό από τη διάλεξη του κ. Μελιανού:
0 Σχόλια