Άρθρο της Γιάννας Μέμου
18 Μαρτίου 2024
Ζούμε σε εποχές αντιηρωικές, τέτοιες που μας φαίνεται απίστευτος άθλος το κατόρθωμα των προγόνων μας να κερδίσουν την ελευθερία τους με τις δικές τους δυνάμεις και να αποχτήσουν εθνική υπόσταση μετά από σκλαβιά τεσσάρων αιώνων.
Ακόμα μεγαλύτερος είναι ο θαυμασμός, όταν αναλογιζόμαστε τη διαφορά μεγέθους των αντιπάλων.
Είναι δυνατόν η Πάτμος, ένα μικρό νησάκι στις άκρες του ελληνικού κόσμου, δίπλα ακριβώς στον εχθρό, να τολμήσει να σηκώσει ανάστημα και να έχει το σθένος να πάρει μέρος στον Αγώνα;
Κι όμως, τα ιστορικά γεγονότα μας δείχνουν ότι όχι μόνον επαναστάτησε αλλά είχε και συμβολή υπέρτερη του μεγέθους της στην ευόδωση της επανάστασης.
Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να επισημάνουμε το ρόλο που έπαιξε η Μονή στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης και την πνευματική αναγέννηση όχι μόνον σε τοπικό επίπεδο αλλά και πανελλήνια. Η θρησκευτική αντίθεση ανάμεσα στον μουσουλμάνο αφέντη και τον χριστιανό υποτελή υπήρξε χαώδης και αγεφύρωτη.
Αλλά η ισλαμική θρησκεία, σεβόμενη και αναγνωρίζοντας τις προγενέστερές της μονοθεϊστικές θρησκείες (ιουδαϊσμό, χριστιανισμό), πρόσφερε στη Μονή προνομιακή μεταχείριση σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Ακόμα και καμπάνες είχε δικαίωμα να χρησιμοποιεί.
Αυτή η ανεκτικότητα από μέρους της οθωμανικής διοίκησης και η χρονική συγκυρία της πνευματικής άνθησης των μονών που με κέντρο την Κρήτη ανέδειξαν εξαίρετους λόγιους, έδωσε την ευχέρεια στη Μονή να ιδρύσει την Πατμιάδα, το 1713 (ιδρυτής ο Μακάριος Καλογεράς) που σύντομα, το 1769, θα αναγνωριστεί από το Πατριαρχείο ως «κοινή του γένους σχολή» και θα αποτελέσει, με επίκεντρο τους λόγιους της Κωνσταντινούπολης, το φυτώριο προετοιμασίας των δασκάλων του γένους που θα μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους σε όλο τον ελληνισμό.
Η ίδρυση της Πατμιάδας αποτελεί το σημαντικότερο γεγονός της ιστορίας της Πάτμου, τον ΙΗ’ αιώνα.
Η Μονή με την βιβλιοθήκη της, μια από τις περιφημότερες της βυζαντινής περιόδου, αποτελούσε ήδη κέντρο των γραμμάτων αλλά τον ΙΗ’ αιώνα εξελίχθηκε σε πανελλήνιας εμβέλειας πνευματικό φυτώριο και σημαντικό κέντρο της εθνικής αναγέννησης.
Η Πατμιάδα μπόρεσε να μετατραπεί σε πνευματικό κέντρο χάρις στην οικονομική υποστήριξη πάμπολλων Ελλήνων της διασποράς και κυρίως του ρουφετιού των Γουναράδων της Κωνσταντινούπολης που αντικαταστάθηκε ως προστάτης της σχολής το 1857 από την εφορεία Πάτμου (την αναδυόμενη κοινωνία των πολιτών).
Η πνευματική αναγέννηση προϋποθέτει και συμβαδίζει με την οικονομική ευρωστία. Ευτυχώς δύο παράγοντες ιστορικοί (η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι) έδωσαν την ευκαιρία στους Έλληνες εμπόρους και ναυτικούς να μεγαλουργήσουν και να αποκτήσουν την οικονομική επιφάνεια που τους επέτρεψε να στηρίξουν τον Αγώνα.
Η Πάτμος, εφοδιασμένη με πλοία από την εποχή ήδη του όσιου Χριστόδουλου, τον ΙΗ΄ αιώνα διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους για το μέγεθός της στόλους του Αιγαίου. Τα εμπορικά πλοία που έδωσαν πνοή ζωής στον δοκιμαζόμενο ελληνισμό μετατράπηκαν εύκολα σε πολεμικά και συνέβαλλαν τα μέγιστα στην απελευθέρωση.
Το μέγεθος και η αναγνώριση της συμμετοχής της Πάτμου φαίνεται από δυο μόνον περιστατικά.
- Το 1822 η Πάτμος απετέλεσε την πρωτεύουσα «των συμπληρωματικών νήσων του τμήματος των Ανατολικών Σποράδων» (Ικαρία, Κάλυμνος, Λέρος, Πάτμος) και
- Ήταν το δεύτερο νησί μετά τις Σπέτσες που σήκωσε τη σημαία της επανάστασης.
Μια τέτοιου είδους στρατιωτική και πνευματική δράση αποτελεί γόνιμο έδαφος για την ανάδειξη ανάλογων προσωπικοτήτων. Δεν είναι τυχαίο που η Πάτμος, ένα τόσο μικρό μέρος, έδωσε σπουδαίες μορφές αγωνιστών, άξιων να μνημονεύονται και να αποτελούν πρότυπα γενναιοφροσύνης.
Από έναν μεγάλο αριθμό σπουδαίων ανδρών, θα θυμίσουμε τρείς μορφές, τέκνα της Πάτμου, στους οποίους ο ελληνισμός οφείλει πολλά.
Τον Πατριάρχη Αλεξάνδρειας, Θεόφιλο Παγκώστα, Πάτμιο και σπουδαία πνευματική φυσιογνωμία, και τους εμπόρους Εμμανουήλ Ξάνθο και Δημήτριο Θέμελη.
Δεν πρέπει να μας διαφύγει ότι, παρ’ όλο που εκπροσωπούν δυο διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους (ο ένας θρησκευτικός ηγέτης και οι άλλοι δυο έμποροι) , εντούτοις και οι τρεις υπήρξαν υψηλής πνευματικής καλλιέργειας και, ταυτοχρόνως, ριψοκίνδυνοι αγωνιστές, όταν οι περιστάσεις το καλούσαν.
Ο Θεόφιλος Παγκώστας εγκαταστάθηκε στην Πάτμο το 1817 (λόγω της επαναστατικής του δράσης, αντικαταστάθηκε στον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξάνδρειας), πήρε ενεργό μέρος στην προετοιμασία της Επανάστασης και συνεργάστηκε στενά με τους φιλικούς. Το κύρος και η ακτινοβολία της προσωπικότητάς του συνέβαλλαν στην προσχώρηση πολλών νησιών στον αγώνα και οι ευεργετικές του επεμβάσεις, σε κρίσιμες στιγμές, υπήρξαν πολύτιμες. Πέθανε στην Πάτμο το 1837.
Ο Ξάνθος και ο Θέμελης γεννήθηκαν και έζησαν στην Πάτμο μέχρι τα νεανικά τους χρόνια. Μαθητές και οι δυο της Πατμιάδας, αναζήτησαν εν συνεχεία διέξοδο στις ακμάζουσες ελληνικές παροικίες και κατάφεραν να αποκτήσουν ευμάρεια μέσα από την εμπορική τους δραστηριότητα. Το επαναστατικό τους πνεύμα, σύντομα και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, τους οδήγησε στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας.
Σήμερα, μετά από 200 χρόνια, είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε το μέγεθος του έργου που επιτέλεσε η θρυλική αυτή οργάνωση. Σε συνθήκες παρανομίας και τυραννίας σήκωσαν στους ώμους τους το τιτάνιο έργο της προετοιμασίας της Επανάστασης και κατάφεραν να δημιουργήσουν επαναστατικούς πυρήνες σε όλη την επικράτεια του ελληνισμού.
Ο Ξάνθος, ένας από τους 3 ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, κατάφερε να προσηλυτίσει στους σκοπούς της Επανάστασης μεγάλες προσωπικότητες της διασποράς (με σημαντικότερη επιτυχία την ανάληψη της αρχηγίας της Επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη) και αφιέρωσε περιουσία και ζωή στον αγώνα.
Ο Θέμελης, ηγέτης της Φιλικής Εταιρείας και απεσταλμένος της ως υπεύθυνος οργάνωσης των νησιών του Αιγαίου, πληρεξούσιος της Πάτμου στην εθνοσυνέλευση του Άργους, «γενικός διευθυντής όλων των πολιτικών και στρατιωτικών υποθέσεων της Δυτικής Ελλάδας» το 1825, έπεσε μαχόμενος στην πολιορκία του Μεσολογγίου, το 1826.
Δεν έχει σημασία αν η Πάτμος, παρά την αγωνιστική δράση και τις θυσίες, δεν κατάφερε να συμπεριληφθεί στο νέο ελληνικό κράτος που αναδύθηκε από τις φλόγες της Επανάστασης. Η συνθήκη της Κωνσταντινούπολης του 1832 την επανέφερε μαζί με τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα στην επικράτεια του οθωμανικού κράτους και στη συνέχεια, το 1912, στου ιταλικού. Το γεγονός ότι σήμερα αποτελεί τμήμα του εθνικού κορμού αποδεικνύει ότι ο αγώνας για ελευθερία ούτε άγονος είναι ούτε ατελέσφορος. Στο τέλος η αποφασιστικότητα, το ακατάβλητο σθένος και η διαρκής αγωνιστική επαγρύπνηση δικαιώνουν τις θυσίες. Όσο και αν οι τύχες των μικρών λαών εξαρτώνται από τα συμφέροντα των μεγάλων, αυτό που σώζει πάντα τον Δαβίδ είναι το άσβεστο αντιστασιακό φρόνημα.
0 Σχόλια