ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Έ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Δεκεμβρίου 2010, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Μ. Γκορτζολίδου, Αντ. Ντέμσιας, Σύμβουλοι, Χρ. Ντουχάνης, Χρ. Παπανικολάου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρ. Δασκαλάκη.
Για να δικάσει την από 2 Νοεμβρίου 2007 αίτηση:
της […], συζ. […], κατοίκου H.Π.Α. (…), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Χρίστο Βαρδάκα (….), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, ο οποίος παρέστη με την Αγγελική Καστανά, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
και κατά της παρεμβαίνουσας […], το γένος […], κατοίκου Καρύστου Ν. Ευβοίας (….), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Γρηγόριο Μπλαβέρη (….), που τον διόρισε στο ακροατήριο.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθούν : 1) η υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/78223/4030/20.8.2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (ΦΕΚ 407/τ. Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων και Πολεοδομικών Θεμάτων/7.9.2007), 2) η υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/ Φ29/99089/5210/23.10.2007 απόφαση του ίδιου πιο πάνω Υπουργού, 3) η υπ’ αριθμ. 34/2.10.2007 γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Xρ. Παπανικολάου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της παρεμβαίνουσας και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (ειδικά γραμμάτια παραβόλου 710746, 1464705/ 2007).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία εισάγεται ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως μετά την 455/2010 απόφαση του Τμήματος με πενταμελή σύνθεση, λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων που ανέκυψαν, ζητείται η ακύρωση α) της ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/78223/4030/ 20.8.2007 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού (Α.Α.Π. 407/7.9.2007), με την οποία καθορίστηκαν τα όρια των ζωνών προστασίας Α και Β εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου Χώρας Πάτμου, Νήσου Πάτμου, β) της ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/99089/5210/23.10.2007 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκε η ανέγερση ισόγειας οικοδομής σε οικόπεδο ιδιοκτησίας […] στη θέση Βίγλες στη Χώρα Πάτμου και γ) της 34/2.10.2007 γνωμοδότησης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω εγκριτική απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού.
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα κατά το μέρος που στρέφεται κατά της 34/2.10.2007 γνωμοδότησης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, διότι η πράξη αυτή δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα.
4. Επειδή, η αιτούσα, ως ιδιοκτήτρια ακινήτου γειτονικού προς εκείνο, το οποίο αφορά η προσβαλλόμενη εγκριτική απόφαση, με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση.
5. Επειδή, η […], στην οποία χορηγήθηκε με τη δεύτερη των προσβαλλομένων άδεια ανέγερσης ισόγειας οικοδομής, παραδεκτώς παρεμβαίνει στη δίκη για να αντικρούσει την κρινόμενη αίτηση.
6. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (Α΄ 153) : «Οριοθέτηση αρχαιολογικών χώρων 1. Οι αρχαιολογικοί χώροι κηρύσσονται και οριοθετούνται ή αναοριοθετούνται με βάση τα δεδομένα αρχαιολογικής έρευνας πεδίου και απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα και δημοσιεύεται μαζί με αυτό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2. … 3. Εάν δεν έχει γίνει καθορισμός ορίων νομίμως υφισταμένων οικισμών, ο οποίος είναι αναγκαίος για την εφαρμογή των άρθρων 13, 14, 16 και 17, ο Υπουργός Πολιτισμού ζητεί από το αρμόδιο για την οριοθέτηση του οικισμού όργανο, συναποστέλλοντας και σχετικό διάγραμμα, να προβεί κατ’ απόλυτη προτεραιότητα στην οριοθέτησή του κατά το μέτρο που τούτο είναι αναγκαίο για την εφαρμογή των ανωτέρω άρθρων. Μέχρις ότου αυτό συντελεσθεί, με κοινή τους απόφαση, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι Υπουργοί Πολιτισμού και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων τον οριοθετούν προσωρινώς κατά το ανωτέρω μέτρο και ρυθμίζουν κάθε θέμα που αφορά την προστασία του μέρους του αρχαιολογικού χώρου που εμπίπτει στα προσωρινά του όρια, όπως η αναστολή οικοδομικών εργασιών και έκδοσης οικοδομικών αδειών ή οι επιτρεπόμενες δραστηριότητες. 4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του άρθρου 10 εφαρμόζονται αναλόγως και για τους αρχαιολογικούς χώρους. Πριν από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1, απαιτείται η γνώμη του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού για υφιστάμενες δραστηριότητες της αρμοδιότητάς του, προκειμένου να καθορισθούν οι δυνατότητες και οι προϋποθέσεις συνέχισης της λειτουργίας τους στο πλαίσιο του άρθρου 10. Η γνώμη αυτή διατυπώνεται μέσα σε δύο (2) μήνες από την αποστολή του σχετικού ερωτήματος. Εάν παρέλθει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία, η απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού εκδίδεται χωρίς τη γνώμη αυτή». Περαιτέρω, στο άρθρο 13 του ιδίου νόμου προβλέπονται τα ακόλουθα : «Αρχαιολογικοί χώροι εκτός οικισμών. Ζώνες προστασίας. 1. Στους χερσαίους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή εκτός ορίων νομίμως υφισταμένων οικισμών, η άσκηση γεωργίας, κτηνοτροφίας, θήρας ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων, καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα είναι δυνατή μετά από άδεια, που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Οι όροι άσκησης γεωργίας, κτηνοτροφίας, θήρας ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων μπορεί να τίθενται και κανονιστικά με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. 2. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου και η οποία διατυπώνεται ύστερα από πραγματοποίηση αυτοψίας, από κλιμάκιο μελών του ή επιτροπή που συγκροτείται από μέλη του και ειδικούς επιστήμονες, συνοδεύεται από σχετικό διάγραμμα και δημοσιεύεται μαζί με αυτό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι δυνατόν να καθορίζεται μέσα στους χώρους της προηγούμενης παραγράφου περιοχή στην οποία απαγορεύεται παντελώς η δόμηση (Ζώνη Προστασίας Α΄). Στην περιοχή αυτή μπορεί να επιτρέπεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, μόνο η κατασκευή κτισμάτων ή προσθηκών σε υπάρχοντα κτίρια που είναι αναγκαία για την ανάδειξη των μνημείων ή χώρων καθώς και για την εξυπηρέτηση της χρήσης τους. Με την απόφαση αυτή καθορίζεται και η θέση του κτίσματος στην περιοχή ή το μέρος του κτιρίου στο οποίο γίνεται η προσθήκη. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου και η οποία διατυπώνεται ύστερα από την πραγματοποίηση αυτοψίας από μέλη του ή επιτροπή που ορίζεται από αυτό, συνοδεύεται από σχετικό διάγραμμα και δημοσιεύεται μαζί με αυτό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι δυνατόν να καθορίζεται μέσα τους χώρους της παραγράφου 1, εάν είναι εκτεταμένοι, περιοχή σε μέρος ή στο σύνολο της οποίας θα ισχύουν, δυνάμει της κοινής απόφασης του επόμενου εδαφίου, ειδικές ρυθμίσεις ως προς τους όρους δόμησης ή τις χρήσεις γης ή τις επιτρεπόμενες δραστηριότητες ή και όλους τους πιο πάνω περιορισμούς (Ζώνη Προστασίας Β΄). Με κοινή απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη των οικείων γνωμοδοτικών οργάνων, καθορίζονται στη συνέχεια οι ειδικοί όροι δόμησης, οι χρήσεις γης, οι επιτρεπόμενες δραστηριότητες, καθώς και η δυνατότητα και οι προϋποθέσεις συνέχισης της λειτουργίας υφιστάμενων νόμιμων δραστηριοτήτων. Η κοινή αυτή απόφαση εκδίδεται μέσα σε τρεις (3) μήνες από την αποστολή του σχεδίου από το Υπουργείο Πολιτισμού στα συναρμόδια Υπουργεία. 3. Τα όρια των ζωνών προστασίας μπορεί να ανακαθορίζονται με την ίδια διαδικασία με βάση τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας και τις συνθήκες προστασίας των αρχαιολογικών χώρων ή μνημείων. Ακίνητα, στα οποία υπάρχουν ορατά αρχαία και εντάσσονται σε Ζώνη Προστασίας Α΄, απαλλοτριώνονται εάν εμπίπτουν στην παρ. 3 του άρθρου 19». Εξάλλου, στο άρθρο 14 του ίδιου νόμου ορίζονται τα εξής : «Αρχαιολογικοί χώροι σε οικισμούς. Οικισμοί που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους 1. Στους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως ή των ορίων νομίμως υφισταμένων ενεργών οικισμών είναι δυνατόν να καθορίζονται ζώνες προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13. … . 6. Μέσα στους αρχαιολογικούς χώρους που είναι ενεργοί οικισμοί καθορίζονται, με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Πολιτισμού και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του τυχόν άλλου κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, ειδικές ρυθμίσεις όσον αφορά τους περιορισμούς της ιδιοκτησίας, τις χρήσεις γης ή κτιρίων, τους όρους δόμησης ή τις επιτρεπόμενες δραστηριότητες».
7. Επειδή, εξάλλου, με την υπ’ αριθ. 94262/5720/28.12.1959 (ΦΕΚ Β΄ 24/22.1.1960) απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων η Χώρα Πάτμου κηρύχθηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημειακό συγκρότημα, όπως καθοριζόταν από την υφιστάμενη πολεοδομική της κατάσταση. Με την υπ’ αριθ. 22323/23.11.1968 απόφαση του Υφυπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως (Β΄ 669) η κλιτύς μεταξύ των οικισμών Χώρας και Σκάλας έχει χαρακτηρισθεί ως τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Με αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού των ετών 1971 και 1972, αντιστοίχως, η νήσος Πάτμος έχει στο σύνολό της κηρυχθεί αφενός ως τόπος ιστορικός και τοπίο χρήζον ιδιαιτέρας προστασίας (24151/15.12.1971, Β΄1029/1971) και αφετέρου ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και ως τόπος ιστορικός και ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους (28457/9.10.1972, Β΄847/1972). Με το π.δ. της 19.10. 1978 (Δ΄ 594) η Πάτμος κηρύχθηκε ως παραδοσιακός οικισμός και με τον ν. 1155/1981 (Α’ 122) αναγνωρίσθηκε ως Ιερά Νήσος, θεσπίσθηκαν δε ειδικά μέτρα για προστασία της. Με την απόφαση 1529/1993 του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι από τις ανωτέρω διατάξεις και, ειδικότερα, από την διάταξη περί διατηρήσεως ως μνημειακού συγκροτήματος ολόκληρης της κωμόπολης της Πάτμου, συνάγεται ότι δύνανται να ανοικοδομηθούν όχι μόνον οικόπεδα επί των οποίων υφίστατο κατά την θέση σε ισχύ της σχετικής διάταξης κτίσματα αλλά και οικόπεδα, επί των οποίων αποδεικνύεται, βάσει ιδίως συμβολαίων ή άλλων στοιχείων, ότι προϋπήρξαν κτίσματα οποτεδήποτε, έστω δηλ. και πριν την έκδοση της προαναφερθείσας υπ’ αριθ. 94262/ 5720/20.12.1959 υπουργικής απόφασης. Άρα, επιτρέπεται η ανακατασκευή οικοδομήματος παρόμοιου προς εκείνο του οποίου η ύπαρξη δύναται ν’ αποδειχθεί, πάντοτε βεβαίως υπό τους τυχόν προσθέτους όρους και περιορισμούς, τους οποίους θα θέσει για την ανακατασκευή του το Υπουργείο Πολιτισμού. Με την ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/13877/273/2.3.1995 απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού (Β΄ 239) ορίστηκε ζώνη Α αδόμητη απολύτου προστασίας στη νήσο Πάτμο, υποδιαιρούμενη σε έξι (6) επιμέρους ζώνες. Εξάλλου, ο ιστορικός πυρήνας της Χώρας Πάτμου, η Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και το σπήλαιο της Αποκαλύψεως εγγράφηκαν στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO το 1999. Με την υπ’ αριθ. ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/27315/ 1449/16.3.2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (Α.Α.Π./135/17.4. 2007) εγκρίθηκε η οριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου της Χώρας Πάτμου. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή οριοθετήθηκε σε ευρύτατη περιοχή ο αρχαιολογικός χώρος της Χώρας Πάτμου, εντός και εκτός του οικισμού της Χώρας, βάσει συντεταγμένων όπως αυτές καθορίζονται στους συνημμένους στην απόφαση αυτή χάρτες, με σκοπό την καλύτερη προστασία και διαφύλαξη του ιστορικού χαρακτήρα των μνημείων που συμπεριλαμβάνονται εντός αυτού και, συγκεκριμένα: α) Της Μονής του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, που βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού της Χώρας της Πάτμου. β) Του ιστορικού πυρήνα της Χώρας της Πάτμου, ο οποίος αποτελείται από τη συνοικία των πλουσίων, των Αλλοτεινών, στα δυτικά της Μονής, δημιουργηθείσα μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, από τη συνοικία «Κρητικά» γύρω από την πλατεία της Αγιαλεβιάς, η οποία δημιουργήθηκε μετά την πτώση του Χάνδακα (1669) από Κρήτες πρόσφυγες, από τη συνοικία «Απορθιανά» που διαμορφώθηκε περί τα μέσα του 18ου αιώνα, σε συνέχεια της οποίας υπάρχουν πλούσια διώροφα σπίτια νέων καραβοκυραίων στο βόρειο όριο του οικισμού στο φρύδι του γκρεμού που βλέπει προς τη σκάλα Πάτμου, όπως αναφέρεται δε στην ίδια απόφαση, εντός του οικισμού της Χώρας υπάρχουν περίπου 41 κηρυγμένες εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένου του Καθολικού της Μονής και των παρεκκλησιών της. γ) Του Σπηλαίου της Αποκαλύψεως που βρίσκεται στην κλιτύ μεταξύ των οικισμών Χώρας και Σκάλας. δ) Του Ναού του Προφήτη Ηλία, ο οποίος βρίσκεται στην υψηλότερη κορυφή της Πάτμου, νότια του οικισμού της Χώρας. ε) Της περιοχής της Καλλικατσούς, η οποία βρίσκεται στον όρμο του Γροικού, νοτιοανατολικά της Χώρας Πάτμου. Με την πρώτη προσβαλλόμενη ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/78223/4030/20.8. 2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (Β΄ 407/7.9.2007), η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση του ν. 3028/2002, καθορίστηκαν τα όρια των ζωνών προστασίας Α και Β εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου Χώρας Πάτμου, Νήσου Πάτμου, με σκοπό την καλύτερη προστασία και διαφύλαξη του ιστορικού χαρακτήρα των μνημείων που περιλαμβάνονται εντός του χώρου αυτού. Ειδικότερα, λόγω της διασποράς των προστατευόμενων αρχαίων, αναοριοθετήθηκε ζώνη προστασίας Α1, Α2 και Α3 (αδόμητη) και καθορίστηκε ζώνη προστασίας Β (δόμηση με περιορισμούς), διαιρούμενη σε δύο θύλακες (Β1 και Β2). Η ζώνη Α1 περιλαμβάνει το Σπήλαιο της Αποκαλύψεως και στα νοτιοανατολικά τρεις μεσαιωνικούς μύλους εφάπτεται δε νοτίως με τα όρια του οικισμού της Χώρας Πάτμου, με το όριο του υπάρχοντος δημοτικού δρόμου που περιτρέχει τον οικισμό στο βόρειο τμήμα του και με την υπάρχουσα δόμηση. Η ζώνη Α2 περιλαμβάνει το Ναό του Προφήτη Ηλία. Η ζώνη Α3 περιλαμβάνει την περιοχή της Καλλικατσούς, στον όρμο του Γροικού, νοτιοανατολικά της Χώρας Πάτμου. Ο θύλακας 1 της ζώνης Β καθορίστηκε για την προστασία του περιβάλλοντος χώρου των μεσαιωνικών μύλων, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο νοτιοανατολικό τμήμα της ζώνης Α1. Τέλος, ο θύλακας 2 της ζώνης Β περιλαμβάνει τον υπόλοιπο αρχαιολογικό χώρο, [εκτός του παραδοσιακού οικισμού και των ανωτέρω ζωνών προστασίας Α1, Α2 και Α3], με σκοπό τον μορφολογικό έλεγχο των κτηρίων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία πριν από την έκδοση οποιασδήποτε οικοδομικής άδειας εντός των Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου που περιλαμβάνονται σε αυτόν τον θύλακα. Η ανωτέρω απόφαση εκδόθηκε κατόπιν αυτοψίας μελών του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και ομόφωνης γνωμοδότησης του Συμβουλίου αυτού (συν. 28/ 25 Ιουλίου 2007). Όπως προκύπτει από το οικείο πρακτικό, στην εισήγηση της Προϊσταμένης του Τμήματος Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού αναφέρεται ότι «η θεσμοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου, βάσει συντεταγμένων, κρίνεται αναγκαία προκειμένου να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα που δημιουργήθηκε με την οριοθέτηση ζωνών προστασίας Α΄ από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1995 επί χάρτου κλίμακας 1/10.000 (ΦΕΚ 239/Β/20.3.1995) και την ένταξή τους σε χάρτες κλίμακας 1/5.000 των Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου που ορίστηκαν με Προεδρικό Διάταγμα ΦΕΚ 621/Δ/11.8.2001). Ιδιαιτέρως, υπήρχαν προβλήματα στην Αδόμητη Ζώνη Α4 (στην παρούσα πρόταση Α1), η οποία εφάπτεται με τον οικισμό της Χώρας Πάτμου, τα όρια του οποίου ωστόσο δεν είναι σαφώς ορισμένα και δημοσιευμένα, με αποτέλεσμα τις συνεχείς προστριβές της αρμόδιας 4ης Ε.Β.Α. με ιδιώτες …» (σελ. 1 του πρακτικού). Όπως, εξάλλου, προκύπτει από το πρακτικό, η 4η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Ε.Β.Α.), διατύπωσε προτάσεις για την οριοθέτηση των ζωνών, οι οποίες ταυτίζονται με τις ανωτέρω τελικές ρυθμίσεις της προσβαλλομένης. Κατά τα αναφερόμενα στο ίδιο πρακτικό, στις 28.6. 2007 διενεργήθηκε αυτοψία από επιτροπή μελών του Κ.Α.Σ. στη Χώρα Πάτμου, η οποία πρότεινε την αναοριοθέτηση των ζωνών προστασίας Α1, Α2 και Α3 εντός του αρχαιολογικού χώρου της Χώρας Πάτμου κατά τους υποβληθέντες από την 4η Ε.Β.Α. χάρτες και τη θεσμοθέτηση ζώνης Β, με τις προτάσεις δε της 4ης Ε.Β.Α. και της Επιτροπής αυτοψίας συμφώνησε και η Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων (Δ.Β.Μ.Α.). Αναφέρεται, περαιτέρω, ότι για την οριοθέτηση των ζωνών ελήφθησαν υπόψη συντεταγμένες, φυσικά όρια καθώς και ο δρόμος. Από το ίδιο πρακτικό προκύπτει ότι στη συνεδρίαση προσήλθαν και κατέθεσαν τις απόψεις τους για την οριοθέτηση των ζωνών προστασίας, μεταξύ άλλων, εκπρόσωποι του Δήμου Πάτμου και η παρεμβαίνουσα. Στο πλαίσιο της σχετικής συζήτησης που αναπτύχθηκε μεταξύ των μελών του Κ.Α.Σ. και των ανωτέρω ενδιαφερομένων η εισηγήτρια Ι. Κολτσίδα – Μακρή διευκρίνισε «ότι τα όρια του οικισμού (Χώρας Πάτμου) δεν έχουν οριοθετηθεί και ότι η οριοθέτησή του δεν είναι αρμοδιότητα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, η οποία έλαβε υπόψη για το αδόμητο της Ζώνης Προστασίας Α΄ τα όρια της Ειδικής Χωροταξικής Μελέτης του 91 – 92. Αυτή τη στιγμή ο Δήμος Πάτμου δεν έχει θεσμοθετημένα όρια οικισμού … τα όρια που θα χρησιμοποιηθούν για τη διάκριση των Ζωνών Α΄ και Β΄ Προστασίας είναι φυσικά, όπως είναι οι δρόμοι και τα μονοπάτια, για να αποφευχθούν στο μέλλον παρερμηνείες» (σελ. 4 του πρακτικού). Εξάλλου, όπως προκύπτει από χάρτες που περιήλθαν στο Δικαστήριο από το Υπουργείο Πολιτισμού και, συγκεκριμένα, χάρτη της 4ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του Μαρτίου 2007 κλίμακας 1:5000 και χάρτη της ίδιας Εφορείας του Μαρτίου 2007 κλίμακας 1:1000, οι ανωτέρω ζώνες καθορίστηκαν εκτός των ορίων του οικισμού της Χώρας, όπως τα όρια αυτά προσδιορίστηκαν από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και πέριξ του οικισμού.
8. Επειδή, η απόφαση καθορισμού ζωνών προστασίας εντός αρχαιολογικού χώρου, στις οποίες απαγορεύεται παντελώς η δόμηση ή επιτρέπεται η δόμηση εντός αυτού υπό όρους και περιορισμούς, έχει κανονιστικό χαρακτήρα (ΣτΕ Ολομ. 530/2003) και, συνεπώς, δεν ελέγχεται εξ επόψεως αιτιολογίας αλλά μόνο εξ επόψεως συνδρομής των όρων της εξουσιοδότησης, επί τη βάσει της οποίας εκδίδεται, στους οποίους περιλαμβάνεται η ιδιότητα της έκτασης ως αρχαιολογικού χώρου, καθώς και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της (πρβλ. ΣτΕ 3259/2003, κ.ά.), η ειδικότερη δε αξιολόγηση των κριτηρίων της εξουσιοδοτικής διάταξης ανήκει στην ουσιαστική κρίση της Διοίκησης, η οποία εκφεύγει κατ’ αρχήν του ακυρωτικού ελέγχου (πρβλ. ΣτΕ 3188/2004). Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία καθορίστηκαν ζώνες προστασίας Α και Β εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου Χώρας Πάτμου, εκδόθηκε κατόπιν αυτοψίας μελών του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και ομόφωνης γνωμοδότησης του Συμβουλίου αυτού (συν. 28/ 25 Ιουλίου 2007), από την οποία προκύπτει ότι η οριοθέτηση βάσει συντεταγμένων του αρχαιολογικού χώρου της Χώρας Πάτμου με την υπ’ αριθ. ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/27315/1449/16.3.2007 του Υπουργού Πολιτισμού και η επίδικη αναοριοθέτηση των ζωνών προστασίας κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα που δημιουργήθηκε με τον καθορισμό ζωνών προστασίας Α με την υπ’ αριθ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/ Β1/Φ29/13877/273/2.3.1995 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και ειδικότερα με τον καθορισμό της αδόμητης ζώνης Α4, η οποία εφαπτόταν με τον οικισμό της Χώρας Πάτμου, τα όρια του οποίου δεν έχουν καθοριστεί. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται αναιτιολόγητο της απόφασης αυτής διότι δεν προκύπτουν οι λόγοι, για τους οποίους αναοριοθετήθηκαν οι ζώνες προστασίας και εξαιρέθηκε της προστασίας μέρος της βόρειας κλιτύος της Χώρας Πάτμου, κατά παράβαση, μάλιστα, του άρθρου 24 του Συντάγματος. Οι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως κατά το μέρος που προβάλλεται αναιτιολόγητο της εν λόγω απόφασης, η οποία έχει κανονιστικό χαρακτήρα, είναι, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, απορριπτέοι ως αβάσιμοι, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ούτε, άλλωστε, προβάλλεται υπέρβαση των ορίων της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 13 του ν. 3028/ 2002 κατά τον επίδικο καθορισμό των ζωνών προστασίας. Κατά το μέρος δε, με το οποίο αμφισβητείται η ουσιαστική κρίση της Διοίκησης κατά την εφαρμογή των κριτηρίων της ίδιας ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης, οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
9. Επειδή, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η πρώτη προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση δεν είναι νόμιμη, διότι της έκδοσης αυτής δεν προηγήθηκε η οριοθέτηση του οικισμού της Χώρας Πάτμου σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 3028/2002. Συναφώς προβάλλει ότι η ίδια απόφαση δεν είναι νόμιμη διότι α) δεν προσδιορίζεται αν τα κατά το 1923 όρια του οικισμού της Χώρας Πάτμου ταυτίζονται με τον υπάρχοντα δημοτικό δρόμο που περιτρέχει τον οικισμό στο βόρειο τμήμα του και την υφιστάμενη δόμηση, η οποία δεν προσδιορίζεται ως υφιστάμενη κατά το έτος 1923 και β) εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι τα όρια του οικισμού καταλήγουν στον υπάρχοντα, μεταγενέστερο του 1923, δημοτικό δρόμο ενώ στην πραγματικότητα διέρχονται νοτίως αυτού, με αποτέλεσμα να εξαιρείται μέρος της βόρειας κλιτύος της χώρας Πάτμου από την προστασία του αρχαιολογικού νόμου.
10. Επειδή, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 12 παρ. 3 του ν. 3028/2002, ειδικώς στην περίπτωση κατά την οποία οριοθετηθέντες αρχαιολογικοί χώροι καταλαμβάνουν ευρύτατες περιοχές, εντός και εκτός οικισμών, για τον καθορισμό ζωνών προστασίας εντός των αρχαιολογικών αυτών χώρων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13 και 14 του ίδιου νόμου, δεν είναι αναγκαία η προηγούμενη οριοθέτηση των οικισμών, οι πρόσφοροι δε για την προστασία των αρχαιολογικών χώρων όροι και περιορισμοί της δόμησης, οι χρήσεις γης, οι επιτρεπόμενες δραστηριότητες, καθώς και η δυνατότητα και οι προϋποθέσεις συνέχισης της λειτουργίας υφιστάμενων νόμιμων δραστηριοτήτων στις περιοχές που περιλαμβάνονται εντός των ζωνών, είτε βρίσκονται εντός είτε εκτός των οικισμών, καθορίζονται μεταγενέστερα δια των προβλεπόμενων στην παρ. 6 του άρθρου 14 και την παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 3028/2002 κανονιστικών πράξεων. Εάν δε στο στάδιο αυτό, για την επιλογή των πρόσφορων όρων και περιορισμών δόμησης, χρήσεων γης και άλλων περιορισμών ανακύψει ζήτημα συναρτώμενο προς τα όρια του οικισμού, θα εφαρμοστεί η διαδικασία της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 3028/2003 για την οριοθέτηση του οικισμού κατά το αναγκαίο μέτρο. Εξάλλου, ο προηγούμενος καθορισμός ορίων οικισμού κατά τη διαδικασία της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 3028/2003 δεν είναι απαραίτητος και στην περίπτωση κατά την οποία οι ζώνες προστασίας του αρχαιολογικού χώρου καθορίζονται εκτός των ορίων οικισμού προϋφιστάμενου του 1923, περιλαμβανόμενου εντός του οριοθετηθέντος αρχαιολογικού χώρου, εάν δε κατά τον καθορισμό των ζωνών και την επιλογή των πρόσφορων όρων και περιορισμών δόμησης ανακύψει ζήτημα συναρτώμενο προς τα όρια του εν λόγω οικισμού, η αρχαιολογική υπηρεσία σε συνεννόηση με την πολεοδομική δύναται να εκφέρει παρεμπίπτουσα κρίση περί των ορίων του οικισμού, δοθέντος ότι ειδικώς για τους οικισμούς τους προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως ο καθορισμός των ορίων τους έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα και ανάγεται στην υφισταμένη το έτος 1923 πραγματική έκταση του οικισμού (πρβλ. ΣτΕ 2052/2003 , 2318/2004 ). Ως εκ τούτου οι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, διότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν ήταν αναγκαία η οριοθέτηση του προϋφιστάμενου του έτους 1923 οικισμού της Χώρας Πάτμου πριν εκδοθεί η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, δοθέντος ότι με την ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/27315/ 1449/16.3.2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, οριοθετήθηκε ως αρχαιολογικός χώρος ευρύτατη περιοχή εντός και εκτός του οικισμού της Χώρας. Στην προκειμένη περίπτωση, άλλωστε, οι περιορισμοί της δόμησης, οι ειδικοί όροι δόμησης, οι χρήσεις γης, οι επιτρεπόμενες δραστηριότητες, καθώς και η δυνατότητα και οι προϋποθέσεις συνέχισης της λειτουργίας υφιστάμενων νόμιμων δραστηριοτήτων στις περιοχές που περιλαμβάνονται εντός των ζωνών προστασίας του αρχαιολογικού χώρου που καθορίστηκαν με την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση εκτός των ορίων του οικισμού της Χώρας, αποτελούν αντικείμενο πλήρους ρύθμισης που θεσπίστηκε με την ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/60486/2579/17.2009 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (ΑΑΠ 336/15.7.2009), η οποία εκδόθηκε βάσει της παρ. 2 του άρθρου 13 του ανωτέρω ν. 3028/2003 μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως ακυρώσεως και τη συζήτηση της υπόθεσης στην πενταμελή σύνθεση του Τμήματος και με την οποία καθορίστηκαν χρήσεις γης, όροι και περιορισμοί δόμησης εντός των θυλάκων 1 και 2 της ζώνης Β του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου της Χώρας Πάτμου. Και ναι μεν το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και η 4η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κατά τον καθορισμό των ζωνών προστασίας του αρχαιολογικού χώρου της Χώρας της Πάτμου προέβησαν σε κρίση περί των ορίων του οικισμού, όπως συνάγεται από το πρακτικό της συν. 28/25 Ιουλίου 2007 του Κ.Α.Σ. και τους χάρτες της ανωτέρω Εφορείας, πλην δεν προκύπτει ότι η Διοίκηση θεώρησε αναγκαία την προηγούμενη οριοθέτηση του οικισμού της Χώρας προκειμένου να ασκήσει την αρμοδιότητα της για τον καθορισμό των ζωνών προστασίας του αρχαιολογικού χώρου, αλλά απλώς οι ανωτέρω υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, τοποθέτησαν και έλαβαν υπόψη ενδεικτικά τα όρια του οικισμού εντός του αρχαιολογικού χώρου. Κατά τη γνώμη του Παρέδρου Χ. Παπανικολάου, η αποτελεσματική εφαρμογή του προστατευτικού καθεστώτος των αρχαιολογικών χώρων που έχουν κηρυχθεί και οριοθετηθεί εντός ή εκτός αλλά πλησίον οικισμών, ήτοι ο καθορισμός των ζωνών προστασίας και των πρόσφορων για την προστασία του αρχαιολογικού χώρου όρων και περιορισμών δόμησης, προϋποθέτει να έχει διευκρινιστεί το ζήτημα των ορίων του οικισμού, ώστε να θεσπιστούν οι κατάλληλοι όροι και περιορισμοί δόμησης, χρήσεις γης και επιτρεπόμενες δραστηριότητες για τις περιοχές εντός και για τις περιοχές εκτός του οικισμού δια των προβλεπόμενων στην παρ. 6 του άρθρου 14 και την παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 3028/2002 κανονιστικών πράξεων. Συνεπώς, ο οικείος οικισμός πρέπει να έχει ήδη νομίμως οριοθετηθεί κατά τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας, ή να οριοθετηθεί κατά τη διαδικασία της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 3028/2002, έστω και προσωρινά, έστω και κατά το αναγκαίο μέτρο, ενόψει του συγκεκριμένου καθορισμού ζωνών προστασίας αρχαιολογικού χώρου. Ενόψει δε της σημασίας που αποδίδει η διάταξη αυτή στην προηγούμενη, έστω και προσωρινή, έστω κατά το αναγκαίο μέτρο, οριοθέτηση του οικισμού για την αποτελεσματική εφαρμογή του προστατευτικού καθεστώτος των αρχαιολογικών χώρων των άρθρων 13 και επόμενα του ν. 3028/2002, η προϋπόθεση της προηγούμενης οριοθέτησης οικισμού αφορά τόσο τους οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων, τα όρια των οποίων καθορίζονται βάσει των διατάξεων των άρθρων 83 και 84 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας όσο και τους οικισμούς τους προϋφιστάμενους του 1923, τα όρια των οποίων καθορίζονται βάσει των διατάξεων του άρθρου 100 του ίδιου Κώδικα. Συνεπώς, εφόσον της έκδοσης της ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/ 78223/4030/20.8.2007 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού περί οριοθετήσεως ζωνών προστασίας δεν προηγήθηκε η οριοθέτηση, είτε κατά τις διατάξεις του άρθρου 100 του Κ.Β.Π.Ν. είτε του άρθρου 12 παρ. 3 του ν. 3028/2002, του προϋφιστάμενου του 1923 (βλ. ΣτΕ 2318/2004) οικισμού της Χώρας Πάτμου, πέριξ του οποίου καθορίστηκαν οι ζώνες προστασίας Α1, Β1 και Β2, η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού περί οριοθετήσεως ζωνών προστασίας είναι ακυρωτέα για το λόγο αυτό που βασίμως προβάλλεται. Η δε δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία εγκρίθηκε, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω κανονιστικής απόφασης, η ανέγερση ισόγειας οικοδομής σε οικόπεδο το οποίο βρίσκεται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στοιχεία και τους χάρτες που απέστειλε στο Δικαστήριο το Υπουργείο Πολιτισμού, στο βόρειο όριο του (μη οριοθετηθέντος) οικισμού της Χώρας Πάτμου, πλησίον της αδόμητης ζώνης Α1, εμπίπτει δε εν μέρει εντός της ζώνης Β1, είναι, κατόπιν τούτων, μη νόμιμη και ακυρωτέα.
11. Επειδή, προβάλλεται, εξάλλου, ότι η δεύτερη προσβαλλομένη δεν φέρει νόμιμη και επαρκή αιτιολογία διότι δεν προσδιορίζει εάν στο συγκεκριμένο ακίνητο υπήρξε ή όχι προγενέστερο κτίσμα. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτούσα, εφόσον το ακίνητο της παρεμβαίνουσας βρίσκεται κατά το μεγαλύτερο τμήμα του εντός του οικισμού της Χώρας Πάτμου, η οποία βάσει των προεκτεθεισών αποφάσεων έχει υπαχθεί σε καθεστώς ιδιαίτερης προστασίας, ειδικότερα δε έχει χαρακτηριστεί με την υπ’ αριθ. 94262/5220/28.12.1959 απόφαση ως ιστορικό διατηρητέο μνημειακό συγκρότημα, η προσβαλλόμενη απόφαση όφειλε, προκειμένου να εγκρίνει την ανέγερση οικοδομής εντός του οικισμού, να διαπιστώσει ότι στο συγκεκριμένο ακίνητο υπήρξε προγενέστερο κτίσμα.
12. Επειδή, κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος, «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας … 6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών». Με τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος καθιερώνεται ειδικώς αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών πολιτιστικών αγαθών που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν, λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, την εν γένει πολιτιστική κληρονομία της Χώρας. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την διατήρηση των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων στο διηνεκές και συνεπάγεται τη δυνατότητα επιβολής των αναγκαίων μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας, καθώς και της υποχρεώσεως των ιδιοκτητών και νομέων να τα αποκαταστήσουν στην αρχική τους μορφή, όταν έχουν φθαρεί από το χρόνο ή άλλες ανθρώπινες ενέργειες ή άλλα περιστατικά. Οι περιορισμοί αυτοί, που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 24 του Συντάγματος, μπορεί να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας που επιτρέπει το άρθρο 17 του Συντάγματος (ΣτΕ 2338 , 1652/2009 , 3050/2004 , 1097/1987 Ολομ. κ.ά.).
13. Επειδή, εξάλλου, στη Διεθνή Σύμβαση της Γρανάδας για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2039/1992 (Α΄ 61), ορίζεται ότι «η αρχιτεκτονική κληρονομιά» κατά την έννοια της Συμβάσεως, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων ακινήτων αγαθών, τα «μνημεία», στα οποία κατατάσσεται «κάθε κατασκευή ιδιαίτερα σημαντική λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού της ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων ή διακοσμητικών στοιχείων, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους» και τα «αρχιτεκτονικά σύνολα», που περιλαμβάνουν «ομοιογενή σύνολα αστικών … κατασκευών, σημαντικών λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού τους ενδιαφέροντος, συναφή μεταξύ τους ώστε να σχηματίζουν ενότητες, που να μπορούν να οριοθετηθούν τοπογραφικά» (άρθρο 1), καθώς και ότι «Στο χώρο, ο οποίος περιβάλλει τα μνημεία, στο εσωτερικό των αρχιτεκτονικών συνόλων και των τόπων κάθε συμβαλλόμενος υποχρεώνεται να λάβει μέτρα που θα αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος» (άρθρο 7). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι τα συμβαλλόμενα στην ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να λαμβάνουν θετικά μέτρα, που αποσκοπούν στην βελτίωση της ποιότητος του περιβάλλοντος τα ακίνητα μνημεία χώρου, και να απέχουν από κάθε ενέργεια που βλάπτει αμέσως ή εμμέσως το μνημείο ή το αρχιτεκτονικό σύνολο ή τον περιβάλλοντα χώρο τους. Κατά την έννοια δε των αυτών διατάξεων δεν είναι επιτρεπτή η καταστροφή στοιχείων τα οποία είναι ιδιαιτέρως σημαντικά για τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς καθώς και η επέμβαση, η οποία συνεπάγεται τη μεταβολή του πολεοδομικού ιστού αρχιτεκτονικού συνόλου, ή την άρση της φυσιογνωμίας ή τη διάρρηξη της ομοιογένειας ορισμένου τόπου (ΣτΕ 2338/2009 , 3852/2006 , πρβλ. 2540/2002 , 1652/2009 ).
14. Επειδή, περαιτέρω, στις παραγράφους 2 έως 5 του προαναφερόμενου άρθρου 14 ν. 3028/2002, με τον οποίο οργανώνεται και εξειδικεύεται η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, ορίζονται τα εξής : «1. … 2. Στους ενεργούς οικισμούς ή σε τμήματά τους που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται οι επεμβάσεις που αλλοιώνουν το χαρακτήρα και τον πολεοδομικό ιστό ή διαταράσσουν τη σχέση μεταξύ των κτιρίων και των υπαίθριων χώρων. Επιτρέπεται μετά από άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη των οικείου γνωμοδοτικού οργάνου : α) η ανέγερση νέων κτισμάτων, εφόσον συνάδουν από πλευράς όγκου, δομικών υλικών και λειτουργίας με το χαρακτήρα του οικισμού, β) η αποκατάσταση ερειπωμένων κτισμάτων, εφόσον τεκμηριώνεται η αρχική τους μορφή, γ) η κατεδάφιση υφιστάμενων κτισμάτων, εφόσον δεν αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του συνόλου ή χαρακτηρισθούν ετοιμόρροπα κατά τις διατάξεις του άρθρου 41, δ) η εκτέλεση οποιουδήποτε έργου στα υφιστάμενα κτίσματα, στους ιδιωτικούς ακάλυπτους χώρους και τους κοινόχρηστους χώρους, λαμβανομένου πάντα υπόψη του χαρακτήρα του οικισμού ως αρχαιολογικού χώρου, ε) η χρήση κτίσματος ή και των ελεύθερων χώρων του, εάν εναρμονίζεται με το χαρακτήρα και τη δομή τους. … 4. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο απαιτούμενη άδεια εκδίδεται πριν από όλες τις άλλες άδειες άλλων αρχών που αφορούν στην εκτέλεση του έργου, σε κάθε περίπτωση μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την υποβολή της σχετικής αίτησης, τα δε στοιχεία της αναγράφονται με ποινή ακυρότητας σε αυτές. Η άδεια αλλαγής της χρήσης εκδίδεται μέσα σε δέκα (10) ημέρες. 5. Στους παραπάνω αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται δραστηριότητες, καθώς και χρήσεις των κτισμάτων, των ελεύθερων χώρων τους και των κοινόχρηστων χώρων, οι οποίες δεν εναρμονίζονται με το χαρακτήρα και τη δομή των επί μέρους κτισμάτων ή χώρων ή του συνόλου. Για τον καθορισμό της χρήσης κτίσματος ή ελεύθερου χώρου αυτού ή κοινόχρηστου χώρου χορηγείται άδεια με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. 6. …». Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 73 παρ. 10 του ως άνω νόμου προβλέπεται ότι «πολιτιστικά αγαθά που έχουν χαρακτηρισθεί ως προστατευόμενα σύμφωνα με τις διατάξεις της προϊσχύουσας νομοθεσίας προστατεύονται στο εξής κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου», κατά δε την παρ. 12 του ίδιου άρθρου, «.. προκειμένου περί ακινήτων ή εκτάσεων πολλαπλώς χαρακτηρισμένων υπερισχύουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου, εφόσον πρόκειται για μνημεία, αρχαιολογικούς χώρους ή ιστορικούς τόπους».
15. Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί, το Σύνταγμα προνοεί ιδιαιτέρως για την προστασία και διατήρηση τόσο των παραδοσιακών οικισμών, δηλαδή των οικιστικών συνόλων που διατηρούν τον παραδοσιακό πολεοδομικό τους ιστό, όσο και των μεμονωμένων κτιρίων ή κατασκευών που σώζονται εντός ή εκτός οικισμών και παρουσιάζουν παραδοσιακό χαρακτήρα. Μεταξύ των μέτρων προστασίας των εν λόγω οικισμών συγκαταλέγονται η καταγραφή, αξιολόγηση και οριοθέτησή τους, η θέσπιση ειδικών προστατευτικών όρων δόμησης, και ο χαρακτηρισμός τους ως παραδοσιακών που συνεπάγεται υπαγωγή τους σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς με σκοπό, αφενός τη διατήρηση στο διηνεκές των παραδοσιακών τους στοιχείων και αφετέρου τον έλεγχο της δόμησης, προκειμένου οι νέες οικοδομές να εναρμονίζονται με τα παραδοσιακά πρότυπα. Εξάλλου, ενόψει της συνταγματικής επιταγής για τη λήψη από το Κράτος προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και των παραδοσιακών περιοχών και στοιχείων, οι όροι και περιορισμοί δόμησης, που αφορούν σε παραδοσιακούς οικισμούς, πρέπει να αποσκοπούν στη διατήρηση και την ανάδειξη της φυσιογνωμίας τους δεν επιτρέπεται δε να είναι δυσμενέστεροι για το περιβάλλον από τους όρους και περιορισμούς που ίσχυαν προηγουμένως (πρβλ. ΣτΕ 3303/2007 , 3077/2006 , 4392/1997 κ.ά.).
16. Επειδή, όπως αναφέρεται ανωτέρω στη σκέψη 7, με την απόφαση 1529/1993 του Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι εντός της Χώρας Πάτμου είναι δυνατή η ανοικοδόμηση οικοπέδων επί των οποίων υφίσταντο κατά τη θέση σε ισχύ της υπ’ αριθ. 94262/5220/28.12.1959 απόφασης κτίσματα και οικοπέδων, επί των οποίων αποδεικνύεται, βάσει ιδίως συμβολαίων ή άλλων στοιχείων, ότι προϋπήρξαν κτίσματα οποτεδήποτε, έστω δηλ. και πριν από την έκδοση της προαναφερθείσας υπ’ αριθ. 94262/5720/20. 12.1959 υπουργικής απόφασης. Εξάλλου, το ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας του μνημειακού χαρακτήρα οικισμού της Χώρας Πάτμου, δεν μεταβλήθηκε μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3028/ 2002 για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ειδικότερα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 3028/2002, σύμφωνα με την οποία, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του ίδιου νόμου, σε ενεργούς οικισμούς ή σε τμήματά τους που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους ή και ιστορικούς τόπους επιτρέπεται, μετά από άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η ανέγερση νέων κτισμάτων, εφόσον συνάδουν από πλευράς όγκου, δομικών υλικών και λειτουργίας με το χαρακτήρα του οικισμού, δεν καταργήθηκε το αυστηρότερο καθεστώς προστασίας που έχει επιβληθεί ειδικώς για ορισμένους οικισμούς, προκειμένου να διατηρηθεί η μορφή τους ως οικισμών μνημειακού χαρακτήρα, όπως ο οικισμός της Χώρας Πάτμου, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα. Συνεπώς η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του ήδη ισχύοντος ν. 3028/2002 σε ενεργούς οικισμούς τελεί υπό την επιφύλαξη της τήρησης των απαγορεύσεων και περιορισμών που απορρέουν από το ειδικό καθεστώς προστασίας του οικισμού, είτε αυτό έχει θεσπισθεί πριν, είτε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Κατ’ ακολουθίαν, το καθεστώς προστασίας του οικισμού της Χώρας Πάτμου, το οποίο έχει επιβληθεί με τις προαναφερόμενες διατάξεις, δεν έχει επηρεασθεί από τις διατάξεις του ν. 3028/2002 και εξακολουθεί να ισχύει στο σύνολό του. Αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλ. υπό την ισχύ του άρθρου 14 του νέου αρχαιολογικού νόμου, είναι δυνατή η ανέγερση νέων οικοδομών και σε αδόμητα τμήματα του οικισμού της Χώρας Πάτμου, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, εφόσον δηλ. συνάδουν από πλευράς όγκου, δομικών υλικών και λειτουργίας με το χαρακτήρα του οικισμού, θα οδηγούσε σε ουσιώδη αποδυνάμωση της προστασίας που είχε θεσπιστεί για τον οικισμό, λόγω του μνημειακού χαρακτήρα του και, ως εκ τούτου, σε παραβίαση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 24 παρ. 1 και 6, ενόψει όσων εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη.
17. Επειδή, με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού εγκρίθηκε, κατόπιν ομόφωνης γνωμοδότησης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (συν. 34/2 Οκτωβρίου 2007), η ανέγερση ισόγειας οικοδομής σε οικόπεδο φερόμενης ιδιοκτησίας της παρεμβαίνουσας Καλλιόπης Τσιμουράκου – Λαγουδάκη στη θέση Βίγλες στη Χώρα Πάτμου, με το σκεπτικό ότι η προς ανέγερση οικοδομή ευρίσκεται εκτός της αδόμητης ζώνης (Α1), δεν θα προκαλέσει άμεση ή έμμεση βλάβη στον οικισμό της Πάτμου και στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου και συνάδει από πλευράς όγκου, δομικών υλικών και λειτουργίας με τον χαρακτήρα του οικισμού. Στο πρακτικό δε της ανωτέρω συνεδρίασης του Κ.Α.Σ. η εισηγήτρια αρχαιολόγος Π. Φουντά αναφέρει ότι «με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού [αριθ. πρωτ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/17894/991/8.3. 2005], ύστερα από ομόφωνη γνωμοδότηση του Κ.Α.Σ. … εγκρίθηκε η μελέτη ανέγερσης ισόγειας οικοδομής, σε οικόπεδο συνολικού εμβαδού 422,60 τ.μ., φερομένης ιδιοκτησίας κας Καλλιόπης Τσιμουράκου – Λαγουδάκη στη θέση «Βίγλες», της Χώρας Πάτμου με τον όρο να μην γίνουν εκσκαφές στο ακίνητο, που θα αλλοιώσουν το φυσικό ανάγλυφο της περιοχής. Σύμφωνα με την εγκεκριμένη τεχνική έκθεση η ενδιαφερόμενη αιτείται την ανέγερση νέας ισόγειας οικοδομής, αποτελούμενης από δύο δωμάτια, συνολικού εμβαδού 50 τ.μ. Η νέα οικοδομή θα έχει φέροντα οργανισμό από λίθινη περιμετρική τοιχοποιία και πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα, στην εσωτερική πλευρά της οροφής θα γίνει επίστρωση, με σανίδες και τράβες, κατά τον παραδοσιακό τρόπο, και θα επιχριστεί με ασβεστοκονίαμα χωρίς οδηγούς. Τα κουφώματα θα κατασκευαστούν από ξύλινα ταμπλαδωτά με εξωτερικά τζαμιλίκια, βαμμένα με σκούρο βερνίκι. Περιμετρικά θα τοποθετηθούν λίθινα μαντώματα. Στα πατώματα θα γίνει επίστρωση από κεραμικά πλακάκια και στις αυλές θα τοποθετηθούν σχιστόπλακες» (σελ. 1 πρακτικού). Η ίδια εισηγήτρια αναφέρει στη συνέχεια ότι «με την αναοριοθέτηση της ζώνης Α΄ … το επίμαχο οικόπεδο βρίσκεται εκτός της … Ζώνης Α΄ που βρίσκεται βόρεια του οικισμού της Πάτμου και περιλαμβάνει το Σπήλαιο της Αποκαλύψεως και στα Ν.Α. τρεις μεσαιωνικούς μύλους. Η συγκεκριμένη ζώνη εφάπτεται νοτίως με τα όρια του οικισμού της Χώρας Πάτμου, καθώς και με το όριο του υπάρχοντος δημοτικού δρόμου, που περιτρέχει τον οικισμό, στο βόρειο τμήμα του και με την υπάρχουσα δόμηση» (σελ. 3 του πρακτικού). Αναφέρεται, περαιτέρω, ότι κατά την τελευταία εξέταση της υπόθεσης από το Κ.Α.Σ. (το έτος 2005) το επίμαχο οικόπεδο θεωρήθηκε ως ευρισκόμενο εντός του οικισμού της Χώρας Πάτμου, καθώς οριοθετείται από τον κοινοτικό δρόμο ο οποίος περιτρέχει τον οικισμό βορείως και ο οποίος αποτέλεσε και το όριο της αναοριοθετημένης, βάσει της ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ ΑΡΧ/Β1/Φ29/78223/4030/20. 8.2007 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού, αδόμητης ζώνης Α1 (σελ. 3 του πρακτικού). Σύμφωνα με την εισηγήτρια, μετά την οριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου της χώρας Πάτμου με την ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/ 27315/1449/16.3.2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (Α.Α.Π./135/ 17.4.2007), «το θέμα επανεξετάζεται από την άποψη της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του Ν. 3028/2002 …, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η ανέγερση κτισμάτων στους ενεργούς οικισμούς, που βρίσκονται εντός αρχαιολογικών χώρων, μετά από άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, εφ’ όσον συνάδουν από πλευράς όγκου, δομικών υλικών και λειτουργίας με το χαρακτήρα του οικισμού» (σελ. 3-4 πρακτικού). Περαιτέρω, αναφέρεται (σελ. 4 του πρακτικού) ότι το επίμαχο κτίσμα, η αδειοδότηση του οποίου από τον Υπουργό Πολιτισμού εξετάζεται πλέον βάσει της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 3028/2002, «δομείται σύμφωνα με το π.δ. της 19.10.1978 για τους παραδοσιακούς οικισμούς (μέγιστη κάλυψη και δόμηση 50%, επιτρεπόμενοι όροφοι 2, μέγιστο ύψος 7,00 μ.), δεν επιφέρει άμεση ή έμμεση αισθητική βλάβη στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και στον ιστορικό πυρήνα της Χώρας Πάτμου, καθώς εντάσσεται αρμονικά στον περιβάλλοντα χώρο, πραγματοποιείται κάλυψη και δόμηση 50 τ.μ. αντί 161,30 τ.μ., κτίζεται ένας όροφος αντί δύο, με μέγιστο ύψος 3,40 μ. αντί για 7 μ. και τηρούνται τα πατμιακά πρότυπα ως προς τον όγκο, τα υλικά δόμησης και τη μορφή». Επίσης, η εισηγήτρια αναφέρει ότι «πολύ μικρό κομμάτι της οικοδομής εμπίπτει στη Ζώνη Β1» (σελ 6 του πρακτικού). Ο προεδρεύων επισημαίνει ότι η οπτική επαφή με τους μύλους δεν είναι άμεση αλλά είναι λίγο απομακρυσμένη και κρύβεται από τις άλλες οικοδομές, καθώς και ότι η από την αυτοψία που διενέργησε η επιτροπή μελών του Κ.Α.Σ., αναφερόμενος προφανώς στην αυτοψία της 28.6.2007 που προηγήθηκε της έκδοσης της ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/ 78223/4030/20.8.2007 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού περί οριοθετήσεως ζωνών προστασίας, προκύπτει ότι υπάρχουν μεν δύο μύλοι στη συγκεκριμένη τοποθεσία, πλην το οικόπεδο δεν είναι ακριβώς δίπλα, δεν έχει άμεση οπτική επαφή με τους δύο μύλους, ενώ άλλα σπίτια είναι περισσότερο εμφανή. Τέλος, μεταξύ άλλων, επισημαίνεται από μέλος του Συμβουλίου ότι, όπως προκύπτει από την εισήγηση, το ακίνητο, για το οποίο ζητήθηκε η έγκριση χορήγησης αδείας δόμησης, είναι εντός του οικισμού.
18. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η προσβαλλόμενη ΥΠΠΟ/ ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/99089/5210/23.10.2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 3028/2002, η ανέγερση ισόγειας οικοδομής επί οικοπέδου το οποίο, σύμφωνα με το πρακτικό συν. 34/2 Οκτωβρίου 2007 του Κ.Α.Σ., βρίσκεται στο βόρειο όριο του οικισμού της Χώρας Πάτμου, χωρίς προηγουμένως να έχει ερευνηθεί επαρκώς εάν το οικόπεδο αυτό εμπίπτει ή όχι εντός του οικισμού της Χώρας Πάτμου και σε περίπτωση καταφατικής απάντησης εάν κατά τη θέση σε ισχύ της ως άνω υπ’ αριθ. 94262/5220/28.12.1959 υπουργικής απόφασης υφίστατο ή προϋπήρξε, έστω και πριν από την έκδοση της υπουργικής αυτής απόφασης, κτίσμα στο οικόπεδο, είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο λόγο ακυρώσεως, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως που πλήττουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης αυτής απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού.
19. Επειδή, κατόπιν τούτων η αίτηση ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί καθ’ ό μέρος στρέφεται κατά της ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/ 78223/4030/20.8.2007 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού (Α.Α.Π. 407/ 7.9.2007), με την οποία καθορίστηκαν τα όρια των ζωνών προστασίας Α και Β εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου Χώρας Πάτμου, Νήσου Πάτμου, και να γίνει δεκτή κατά το αντίστοιχο μέρος η παρέμβαση. Περαιτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή, καθ’ ό μέρος στρέφεται κατά της ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/99089/5210/23.10.2007 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκε η ανέγερση ισόγειας οικοδομής σε οικόπεδο φερόμενης ιδιοκτησίας της παρεμβαίνουσας […] στη θέση Βίγλες στη Χώρα Πάτμου, και να απορριφθεί κατά το αντίστοιχο μέρος η παρέμβαση.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση.
Ακυρώνει την ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/99089/5210/23.10.2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
Απορρίπτει κατά το μέρος αυτό την παρέμβαση.
Απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως κατά τα λοιπά, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
Δέχεται κατά το μέρος αυτό την παρέμβαση.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου 2011
Ο Πρόεδρος του Έ Τμήματος Η Γραμματέας
Κ. Μενουδάκος Ειρ. Δασκαλάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 19 Ιουνίου 2014.
Η Πρόεδρος του Έ Τμήματος Η Γραμματέας
Αγγ. Θεοφιλοπούλου Π. Μερτζανάκη
0 Σχόλια